Ἡ Ἐκκλησία μέσα στή μακραίωνη ἱστορική πορεία της ἀναγνωρίζει δύο ἰσότιμους και συμπληρωματικούς δρόμους χριστιανικῆς ζωῆς: τή ζωή μέσα στόν κόσμο καί τήν ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο, τήν ἀφιέρωση. Τά μέσα καί ὁ τρόπος διαφέρουν, ὁ σκοπός εἶναι ὁ ἴδιος, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ θέωση.
Ὅταν στήν κοινωνία παρουσιάζεται ἔκλυση τῶν ἠθῶν, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ συνεπής πνευματική ζωή παρεμποδίζεται ἀπό ἐξωτερικούς παράγοντες, ὅταν καί αὐτή ἡ Ἐκκλησία δοκιμάζεται ἀπό τόν πειρασμό τῆς ἐκκοσμίκευσης, τότε προβάλλει ἡ ἀνάγκη τῆς ἀπόλυτης χριστιανικῆς ἐνστάσεως πρός τόν κόσμο τῆς ἀποστασίας, τῆς σκληρότητας καί τῆς διαφθορᾶς ἀπό ἀπό τούς κατά τεκμήριον θερμότερους ὀπαδούς τῆς Εὐαγγελικῆς συνέπειας.
Ἔτσι προέκυψε ἱστορικά ὁ μοναχισμός ὡς ἀναχώρηση ἀπό τόν συμβιβασμένο μέ τό κακό κόσμο, ἀλλά πάντοτε ὡς πράξη πίστεως καί ἀγάπης καί ὅχι ἄρνησης καί μισανθρωπίας. Ὡς πρῶτο ἀναχωρητή-μοναχό ἡ Ἐκκλησιαστική ἱστορία κατάγραφει τόν Μ. Ἀντώνιο ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια (†356 μ.Χ.) Ὁ μαθητής τοῦ Μ. Ἀντωνίου Παχώμιος ὀργάνωσε τους διασκορπισμένους μοναχούς σέ σύστημα κοινῆς λατρείας καί πρακτικῆς ζωῆς καί ἔτσι προέκυψε ὁ μέχρι σήμερα θεωρούμενος ὡς ἰδανικός τύπος μοναχισμοῦ, ὁ κοινοβιακός.
Παράλληλα μέ τήν ἐνορία, πού ἀποτελεῖ κατά τόπους το στοιχειῶδες κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο, ὑπάρχει καί τό Μοναστήρι, ὡς τόπος καί τρόπος ἀσκήσεως, ἀκριβοῦς πίστεως καί ἀδιαλείπτου προσευχῆς.
Στίς σημερινές συνθῆκες σύγχυσης καί σκοτασμοῦ, πού ὀφείλεται στή γενικευμένη πλέον ἐκκοσμίκευση, τά μοναστήρια ἀποτελοῦν τούς φωτεινούς πνευματικούς φάρους πού προσανατολίζουν μέ ἀσφάλεια τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας στό ἀσφαλές λιμάνι τῆς «ἀτελέστου τελειότητος».
Ὅταν ὁ πρακτικός ὑλισμός κερδίζει καθημερινά ἔδαφος στή ζωή μας, τά μοναστήρια, πιστά στήν ὀρθόδοξη νηπτική παράδοση ἀποτελοῦν τούς ἀκατάλυτους προμαχῶνες τῆς πνευματικῆς ἀντίστασης.
Μέ ἱερό πεῖσμα ἐπιμένουν νά τηροῦν τόν κατ’ἀλήθειαν τρόπο ὑπάρξεως μέ τήν διαρκῆ θεία λατρεία καί τήν διακριτική παραμυθία καί ἔμπρακτη ἀγάπη πρός τόν δοκιμαζόμενο ἄνθρωπο. Γι’αὐτό καί ἡ ἐπίσκεψη σέ ἕνα μοναστήρι ἀκόμη κι ὅταν δέν γίνεται μέ εὐλαβική προσκυνηματική διάθεση , ἀποβαίνει γιά κάθε καλοπροαίρετο ἐπισκέπτη ἀφορμή γόνιμου πνευματικοῦ προβληματισμοῦ καί ἀνεφοδιασμοῦ.
Ἔχουμε τήν ἐξαιρετική εὐλογία νά κοσμοῦν τήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Βοιωτίας πολλά παλαιά καί νεώτερα ζωντανά μοναστήρια. Τά μοναστήρια τῆς Βοιωτίας δέν εἶναι μόνο σπουδαῖα μνημεῖα, βουβές μαρτυρίες ἑνός ἐνδόξου ἱστορικοῦ παρελθόντος. Ἔχουν ζωή. Τά ἐπανδρώνουν μοναστικές ἀδελφότητες μέ δυναμική παρουσία, πού ὑπόσχονται πολλά γιά τό μέλλον τους. Αὐτή ἡ μοναστική ἀναγέννηση καί ἄνθηση τῶν τελευταίων δεκαετιῶν ὀφείλεται στήν πατρική ἀγάπη, ἰδιαίτερη εὐασθησία καί φροντίδα τῶν ἀρχιερέων μας : τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Μητροπολίτου κυροῦ Νικοδήμου τοῦ Γραικοῦ, τοῦ ἀπό Θηβῶν καί Λεβαδείας καί νῦν Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ Ἱερωνύμου καί τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Γεωργίου, ὁ ὁποῖος ἔχοντας διατελέσει ἐπί μακρόν Ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ὄντας «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός» τῆς τοπικῆς μοναστικῆς παράδοσης, περιβάλλει μέ ξεχωριστή στοργή καί ἐνδιαφέρον τά μοναστήρια μας καί συνεχίζει μέ συνέπεια τήν φιλομόναχη τακτική τῶν προκατόχων του.

